γυμνασιάρχου

γυμνασιάρχου
γυμνασίαρχος
gymnasiarch
masc gen sg
γυμνασιάρχης
masc gen sg
γυμνασιάρχης
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • γυμνασιαρχία — η (Α γυμνασιαρχία) νεοελλ. ο βαθμός ή η υπηρεσία τού γυμνασιάρχη αρχ. το αξίωμα τού γυμνασιάρχου …   Dictionary of Greek

  • στροφείο — το / στροφεῑον, ΝΑ (στο αρχ. θέατρο) μηχανισμός με τον οποίο πραγματοποιούνταν η εμφάνιση τών υποκριτών σε διαφορετική θέση αλλά και η εξαφάνισή τους, ή, κατά τον Πολυδεύκη, χρησιμοποιούνταν για την εμφάνιση ηρώων, ζώντων ή νεκρών, στον αιθέρα ή… …   Dictionary of Greek

  • υπογυμνασίαρχος — ὁ, Α βοηθός τού γυμνασιάρχου, ο αμέσως κατώτερος από τον γυμνασίαρχο, τον επιστάτη τού γυμναστηρίου ή τον επόπτη τών αγώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γυμνασίαρχος] …   Dictionary of Greek

  • παιδονόμοι — Στην αρχαιότητα, ονομάζονταν έτσι οι άρχοντες, που είχαν ως έργο τους την άμεση επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων καθώς και τη μέριμνα για την αγωγή τους. Παιδονόμοι υπήρχαν στη Σπάρτη, την Κρήτη και τη Μικρά Ασία. Τα παιδιά των Σπαρτιατών από… …   Dictionary of Greek

  • Τυρναβίτης, Αλέξανδρος — (Τίρναβος 1711 – Βουκουρέστι 1761). Δάσκαλος του Γένους. Γιος ιερέα, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία κοντά στους Ιωαννίτες δασκάλους και στον Μακάριο τον Πάτμιο· στο διάστημα 1740 55 δίδαξε στη σχολή που είχε ιδρύσει στην ιδιαίτερη πατρίδα του ο… …   Dictionary of Greek

  • γυμνασιαρχία — η 1. το αξίωμα του γυμνασιάρχη. 2. το αξίωμα του γυμνασίαρχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”